ξεκάμωμα

ξεκάμωμα
το, -ατος
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεκάνω.
2. φόνος, εξόντωση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξεκάμωμα — το το ξέκαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + κάμωμα (< καμώνω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”